Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα
αντικείμενα έχουν μικρά "κομμάτια" απ' την ψυχή μας! Το σίγουρο, όμως,
είναι ότι τα αντικείμενα είναι ταυτισμένα με κάποιες στιγμές της ζωής μας. Η
αξία τους είναι ανάλογη αυτών των
στιγμών.
«Καφενείο του Γκάφα»! Ένα κτίριο,
περίπου 30 τετραγωνικών, λιθόκτιστο, με μια ξύλινη πόρτα στα ανατολικά και δύο παράθυρα και ένα στα δυτικά , αν θυμάμαι
καλά. Στο ξύλινο πάτωμά του οι σανίδες δεν είχαν και την τέλεια εφαρμογή και τις
χειμωνιάτικες νύχτες ο αέρας επισκεπτόταν
ανενόχλητος τους θαμώνες.
Μπαίνοντας στο εσωτερικό του,
δεξιά ήταν ο μπέζακτας, που χώριζε το καφενείο στα δύο, με ένα μικρό χώρο στο
βόρειο μέρος του με ράφια για τις ανάγκες του παντοπωλείου! Ο υπόλοιπος χώρος
χρησίμευε για «σάλα» του καφενείου.
Πίσω από τον μπέζακτα, ο
Μπαρμα-Μήτσιος ο Γκάφας, ιδιοκτήτης του καφενείου, καφεπαντοπώλης, συνήθως,
αλλά όταν τον αντικαθιστούσε η θεια-Μήτσαινα, η Γιούλα του, συμμετείχε σε καμιά
τετράδα ή έπαιζε καμιά μονομαχία ξερή, πινάκλ, ραμί, δηλωτή….
Τα Χριστούγεννα είχε την τιμητική
του το «τριάντα ένα». Ακόμα ηχεί στα αυτιά μας η ατάκα του «Γιούλα μ’ καίγομαι».
Μια φράση που τη χρησιμοποιούσε όταν ήταν μάνα στο «τριάντα ένα» και είχε 21,
τραβηχτός!!! Κι η Γιούλα, φοβούμενη μήπως καεί και χάσει την παρτίδα, και τα
χρήματα, φυσικά, ανταπέδιδε: «Μην τραβάς άλλο, μωρέ»!
Κι ως μπακάλης το τιμούσε το προϊόντα που προσέφερε το
κατάστημα, ιδιαίτερα το ούζο. Κι όταν τύχαινε να είναι εκεί κι ο Δραγάτης,
ξέφευγε η κατάσταση από τη δοκιμή του ποτού.
Η αυλή ήταν πολύ περιορισμένη.
Στα χρόνια που τα αυτοκίνητα δεν ήταν πολλά, δεν υπήρχε και μεγάλο πρόβλημα! Δυο
μεταλλικά τραπέζια στα αριστερά της εισόδου και ένα στα δεξιά της, με τις ψάθινες
καρέκλες και αργότερα με τις σιδερένιες με το πλαστικό πλέξιμο. Στο μοναχικό
τραπέζι, συνήθης θαμώνας ο αδερφός του μπαρμπα-Μήτσιου, ο Αλεξη-Σταύρος.
Γραφική εικόνα η ώρα που απολάμβανε το ουζάκι του στο νεροπότηρο, κρυφά από την
Αλέξαινα, βέβαια, που αγνάντευε από τη λόντζια του σπιτιού τους.
Σε κάποιο από τα διπλανά τραπέζια
ο Βασιλη-Τσάκαλος, ο μπαρμπα-Ντούλας, ο Ντουλα-Καλόερος. Της γειτονιάς αυτοί.
Του συνοικισμού της Βρύσης. Όταν το καφενείο της πλατείας ήταν για κάποια
χρόνια κλειστό, ο αντρικός πληθυσμός του χωριού πέρναγε την ώρα του στο
καφενείο του Μητσιο-Γκάφα! Τότε ήταν μονοπώλιο!!!
Και η νεολαία της «ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ»,
επιστρέφοντας από το γήπεδο του Αϊ Νικόλα, μετά τις επικές ποδοσφαιρικές
αναμετρήσεις με τους Ζερβιώτες, ξεπέζευε στο καφενείο για μια λεμονάδα, μια
πορτοκαλάδα, μια βυσσινάδα «ΣΟΛΔΑΤΟΣ», μια βανίλια, ένα λουκουμάκι! Όταν
υπήρχε, φυσικά, το χρήμα. Αν έπεφτε στα χέρια καμιά δεκάρα, έφτανε για μια
καραμέλα «ΚΟΚΟΣ». Στις καλύτερες εποχές, με τα μπισκότα «ΡΟΥΛΙΑ» η νεολαία
γνώριζε τους παίχτες των ελληνικών ποδοσφαιρικών ομάδων από τις φωτογραφίας που
περιέχονταν στη συσκευασία. Στόχος της συλλογής των απαιτούμενων φωτογραφιών η δερμάτινη
μπάλα, που θα την έφερνε στην επόμενη επίσκεψή του ο ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, προμηθευτής του
καταστήματος!
Το κατάστημα δεν είχε ώρες
λειτουργίας! Αν κάποιος χρειαζόταν κάτι από το παντοπωλείο, μια φωνή και
κατηφόριζε με το πάσο του να εξυπηρετήσει τον πελάτη. Αν είχε βάρδια η
Γιούλα, δεν χρειαζόταν να περιμένεις και πολύ να εξυπηρετηθείς.
Κι αργότερα, όταν το καφενείο ανέστειλε
τη δραστηριότητά του, η σκηνή αυτή
επαναλαμβανόταν από τους νεολαίους που έψαχναν καταφύγιο για να βελτιώσουν τις επιδόσεις
τους στο πόκερ. Μια φωνή στον εγγονό του Μπαρμπα-Μήτσιου, το Δημητράκη, και
κατέφθανε με το κλειδί. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μας η φωνή του Γορα-Γαλίτσα : «Δημητράκη,
θα τ’ ανοίξεις, θα τ’ ανοίξεις;»
Ο χρόνος, όμως, κυλάει αδυσώπητα.
Το κτίριο ερήμωσε. Οι κισσοί το περικύκλωσαν. Τα ποντίκια βρήκαν την καλύτερη κρυψώνα
να κατοικήσουν.
Από το φετινό Σεπτέμβριο το
κτίριο του καφενείου του Μητσιο-Γκάφα δεν υπάρχει. Κάποια από τα υλικά του «μετακόμισαν»
στα Χώνια και άλλα έμειναν εκεί, στο χώρο τους, να μας φέρνουν στο νου σκηνές,
εικόνες από τις μεγάλες μέρες που γνώρισε!
Οι φωτογραφίες είναι από το
δάσκαλο, Παύλο Κώτση. Τον ευχαριστώ!